Αναρτήσεις

Τείνω

 Άκου το φλάουτο, άκου την μελωδία.  Εισέρχεται στις σκοτεινές σκέψεις μου σαν γνώριμος ήχος σε όνειρο. Τι ήθελα να γράψω.  Έρμαιο στην τύχη, τυφλή οδεύω προς τον χαμό μου.  Δεν στέκομαι, όλο τείνω.  Τείνω στην αβεβαιότητα, τείνω στην ανοσιότητα, τείνω στην ποταπότητα.  Γυρίζουν όλα. Κάποιος ας με καρφώσει στο πάτωμα.  Επιτέλους ακίνητη, επιτέλους νεκρή.  Νεκρή κείτομαι τώρα και κοιτώ.  Τους στεκούμενους όλο και να τείνουν.  Άραγε βλέπουν τον δικό τους θάνατο;  Χαρούμενος σκελετός εθεάθη.        

Παντού και πουθενά.

 Κουράστηκα.  Κουράστηκα την απραξία, την θολούρα, την ύπνωση.  Χάνω τις εικόνες, αρχίζουν και φθείρονται σιγά σιγά.  Ξεχνάω τα πάντα, άθελά μου καταστρέφω.  Μπερδεύομαι ήθελα κάτι να σου πω.  Νύχτωσε πάλι, πότε πρόλαβε;  Σκοτείνιασε, άλλη μία μέρα σβησμένη.  Δεν υπάρχει χειρότερη σκλαβιά από αυτήν.  Η αδυναμία της διαγραφής, φυλακισμένη.  Αργείς να υπάρξεις;  Ανύπαρκτος κυκλοφορείς δίπλα μου.  Άθελά μου σε πιάνω, άθελά μου σε κλωτσάω, άθελά μου σε προσπερνάω, άθελά μου σε κοιτώ!  Αναβοσβήνεις, όπως η οθόνη του λάπτοπ πριν σβήσει εντελώς.  Για λίγο μπερδεύομαι, κατά στιγμές σε βλέπω εδώ.  Και τότε παιχνίδια εφευρίσκω, λέξεις επινοώ.  Δεν καταλαβαίνω πότε σταματάει το εδώ, πότε ξεκινάει το εκεί.  Κολλημένη χωρίς σωτηρία, στο παντού και πουθενά.    

Μεθυστικό τέρας

 Ακόμα μία χαμένη προσπάθεια.  Αυτή η πνευματική, μεταφυσική σύνδεση, απρόοπτη, οριστική διακοπή.  Αυτή η μορφή συναλλαγής, μεταμορφωτής τεράτων. Αμπαρωμένων κλουβιών.  Πέταξες στην αγκαλιά της απελπισμένα χαρούμενα!  Τώρα τι; Σε απέκλεισα, έχασα.  Έβλεπα το φως, την ομορφιά. Τώρα μόνο σκοτάδι και ασχήμια.  Τα ταξίδια αφημένα στο τέρας.  Καμία επαγρύπνηση, αιώνιος ύπνος.  Γιατί άφησες το τέρας να σε ταΐσει;  Καμία αντίδραση, ένα γνέψιμο προσώπου κάτι!!  Τι να πω εγώ τώρα; Πως να δεχτώ την κατασπάραξη σου;  Σιγά σιγά δεν θα έχει μείνει τίποτα.  Η αγκαλιά του κενού, η υπενθύμιση σου.  

Ανύπαρκτος χαιρετισμός

 Η αιώνια απορία  Το φευγιό χωρίς κανένα κοίταγμα. Το μπερδεμένο χαοτικό βλέμμα μοιάζει σίγουρο. Ο αποχαιρετισμός δεν έρχεται ποτέ. Μένει πάντα η αβεβαιότητα, η θλίψη ενός ακόμα ανύπαρκτου αποχαιρετισμού. Άπρακτη, στυλωμένη στο έδαφος παρατηρώ. Μάταια αναμένω την επαλήθευση της παρουσίας μου. Η αύρα μου μισή, όλα μισά. Αδύνατον η εισαγωγή στο μονοπάτι της Ολότητας.

Σε αγαπώ

 Σημαίνει ότι ζεις.  Σημαίνει ότι παλεύεις.  Σημαίνει ότι ψάχνεις να με βρεις.  Σημαίνει ότι ξεφεύγεις τον θάνατο.  Σημαίνει η ύπαρξη σου μέσα στην δικιά μου.  Σημαίνει η πραγματικότητά σου να κρατιέται απελπισμένα από εκείνη που προϋπάρχει, μόνο για να χάνεται επανειλημμένα.  Σημαίνει τον τελειωμό κάθε γέννησης.  Σημαίνει η αστείρευτη ανάγκη σου να επιβεβαιώνεις την ανάσταση μου.  Σημαίνει το τελείωμα της γδαρμένης και αιματηρής όψης μου.  Σημαίνει το ανεξάντλητο άδειασμα του εαυτού μας.  Σημαίνει την ανανέωση της έναρξης, της κολάσεως μας.  Μέχρις ότου το Σε αγαπώ αλλάξει μορφή.  

Όλοι μαζί σε έναν στάβλο

 Όλοι μαζί σε έναν στάβλο. Όλοι μαζί μαζεμένοι και στριμωγμένοι εκεί μέσα να με θάβουν και να ψάχνουν το γιατί. Άνθρωποι μισοσκοτωμένοι.  Μισάνθρωποι ζωντανοί. Εκεί μέσα να τριγυρνούν και να καταπλακώνονται, από αγάπη που γυρεύουν να βρουν. Εκείνη βαθιά μέσα τους φυλακισμένη. Ναι μόνο εκείνη κλαίει και σπαράζει για μένα. Μα εγώ τελείωσα πια. Δεν περιμένω άλλο να ελευθερωθεί. Γιατί για αυτήν ελευθερία δεν υπάρχει.

Πόλεμος

 Μία λέξη που δεν εξαφανίζεται.  Μία λέξη που φέρνει πόνο και απώλειες μα ταυτόχρονα και το ξύπνημα από βαθύ λήθαργο. Σε κινητοποιεί να ζήσεις ξανά. Να φοβηθείς, να νιώσεις, να θυμηθείς την μηδαμινή αξία που έχεις. Να ξεβολευτείς και ναι μόνο με τον πόλεμο μπορείς να κινήσεις να βοηθήσεις επιτέλους τον συνάνθρωπό σου. Γιατί να πρέπει να πονέσουμε, να χάσουμε ανθρώπους για να τους σώσουμε και να σωθούμε; Γιατί με την ειρήνη αναπαυόμαστε και γινόμαστε συμφεροντολόγοι και άπληστοι; Γιατί δεν μπορεί να κυριαρχεί η συμπόνια; Γιατί και ο θεός δεν συμπονεί. Ούτε ο άνθρωπος καταλαβαίνει από αυτήν. Μακάρι να είχαμε καλύτερη μνήμη για να μην χρειάζεται να επαναλαμβάνουμε πράγματα. Μα έτσι είναι. Βοήθεια λοιπόν! Ούρλιαζε και μην σταματάς ποτέ για να υπάρχει ειρήνη.

Το πιο παράλογο είναι αυτό που θα ισορροπήσει το παράλογο

 Το πιο παράλογο είναι αυτό που θα ισορροπήσει το παράλογο. Το θέατρο μέσα στο θέατρο της ζωής είναι ένας ειρωνικός τρόπος να υπομείνεις την παρουσία σου βουτηγμένη στα παρασκήνια της. Πάντοτε πίσω και πάντοτε μπροστά. Υπάρχεις ρεαλιστικά για να μην υπάρχεις. Γίνεσαι το επίκεντρο, έντονα δείχνεις πως είσαι εδώ, για να μην είσαι στο ενδιάμεσο. Το ενδιάμεσο της <<ευλογίας>> να μη σε βρει πουθενά. Ναι, για αυτό παίζεις. Για την ολιγόχρονη απόλυτη εξαφάνιση σου. Για την ολιγόχρονη απόλυτη ελευθερία του να είσαι εσύ, εσύ αυτός που θέλησε να γεννηθείς, να μην είσαι. Για λίγο εσύ να σε ορίσεις ποιος θες να είσαι. Κι όχι αυτός που σου επέβαλαν να είσαι, όπως είσαι.

Τα όρια της πρέπουσας αγάπης.

Σαν ερωτευτείς και αγαπήσεις. Σαν χαθείς από τον κόσμο ετούτο και για πάντα στον δικό του βρεθείς. Σαν ανύπαρκτη ξαφνικά μπροστά του σταθείς. Τότε θα καταλάβεις πως πιο μακριά από την αγάπη πάτησες. Την προσπέρασες. Πιο αστείρευτα τον εαυτό σου ξεγύμνωσες. Πιο αστείρευτα τα κομμάτια σου τα διαμελισμένα μα και τα πιο απόκρυφα, άυλα, ένα ένα του είναι σου δώρισες. Μέχρι που τίποτα δεν άφησες καημένη. Τίποτα δεν έμεινε από σένα μήτε ζωντανό μήτε νεκρό. Πριν καν κάνεις την κίνηση να συνεχίσεις εκείνος βίαια μπήχνει το χέρι του και αδιάλειπτα αρπάζει. Εσύ εύθυμη νομίζεις ότι επιτέλους σε βλέπει μα εκείνος την επόμενη μανιασμένος ρουφάει. Την επόμενη κατασπαράζει μέσα από σένα. Δεν είσαι εσύ, όχι, εσύ έχεις προ πολλού τελειώσει. Μα ικανοποιείσαι, αυταπάσαι δυστυχισμένη εσύ που περισσότερο από κάθε άλλο άνθρωπο μετέωρη τριγυρνάς. Σαν να έγινες η πιο γλυκιά κατάρα του, τώρα μέσα του τον αποτρέλανες σιγά σιγά και ρίζωσες. Μάταια και εκείνος όμως ουρλιάζει και διψασμένος όλο και αρπάζει και αρπά...

Η ευτυχία ως υπέρτατη δυστυχία.

 Τη στιγμιαία ευτυχία. Αυτή την φοβάμαι περισσότερο. Μας κάνει να πιστεύουμε στη στιγμιαία αθανασία μας. Μας οδεύει στην απόλυτη χαρά, στην απόλυτη ικανοποίηση, μόνο για να μας ισοπεδώσει λίγο μετά και να μας πετάξει στο βόθρο της παντοτινής δυστυχίας, πραγματικότητας. Μήπως η ευτυχία δεν είναι ευτυχία αλλά το δόλωμα; Η ωραία γκόμενα, όπου μαγεύει το θήραμά της και το οδηγεί στο στόμα της αυτοκαταστροφής του; Μήπως η ευτυχία είναι η προέκταση της δυστυχίας; Μήπως η ευτυχία είναι η υπέρτατη δυστυχία; Και όλοι εμείς αδημονούμε ουσιαστικά για τον απόλυτο εκμηδενισμό μας; Από την αρχή άθελά μας αδημονούμε τον θάνατο. Από την γέννησή μας υποφέρουμε, είμαστε βουτηγμένοι στην απόγνωση. Θέλοντας να ξεφύγουμε, καταπιανόμαστε από αυταπάτες χειρότερες από την ίδια την απόγνωση. Εμείς οι ίδιοι προετοιμάζουμε την γείωσή μας. Εμείς οι ίδιοι επιλέγουμε πάντα την δυστυχία στην χειρότερη μορφή της.

Αδιανόητο ακόμα να υπάρχεις.

Θάψου στο σκοτάδι, τρέμε, ούρλιαζε.  Εκεί γδάρσου, αυτοεξοντώσου, ανενόχλητα διαλύσου.  Ποτέ ξανά στο φως μη βγεις.  Αδιανόητο ακόμα να ελπίζεις.  Αδιανόητο. Εγκατέλειψε τις ελπίδες σου. Βαθιά απορρίψου. Δεν έχει νόημα να ψάχνεις πια. Δεν έχει νόημα το γέλιο σου να σχεδιάζεις. Όλα κύλησαν κατά πως πρέπει. Κι εσύ ο ίδιος κατά πως πρέπει κυλίστηκες. Στο χώμα του απείρου και του μηδενισμού. Έπεσες και δεν έπεσες. Βρώμισες και δεν βρώμισες. Δεν βουβάθηκες ποτέ. Δεν συγκλονίστηκες ποτέ. Δεν χάθηκες ποτέ μέσα μου. Δεν υπήρξες ποτέ. Μόνο κάτι δάχτυλα, κάτι παλάμες, κάτι χείλια.

Το λούστρινο γοβάκι

 Το λούστρινο γοβάκι θα το σπάσω. Την αδιαπέραστη πέτσινη μπότα θα φορέσω. Κανένα αγκάθι δεν με ματώνει πια. Μόνο λίγο με ενοχλεί μα το αντέχω. Ο δρόμος τραχύς και σκληρός δεν με αγγίζει πια. Και ο κρατερός ήχος δεν μου ξεσκίζει τα αυτιά. Αεράτη τώρα προχωράω. Και οι πέτρες πιστοί μου φίλοι με οδηγούν. Από σώμα σε σώμα πατάω. Το πιο δύσκολο μονοπάτι περνώ. Φύσηξε αέρα όσο πιο πολύ μπορείς. Θα σε πιάσω να γίνουμε ένα. Σαν ανεμοστρόβιλος να ρημάξουμε την ρημαγμένη γη.

Ο ταπεινωτικός και η ταπεινή.

Άναψε το σπίρτο, πέτα το σε μένα. Κάψε με, να χαθώ να γίνω στάχτη. Να μην καταλαβαίνω πια τον πόνο. Να μην καταλαβαίνω πια τίποτα. Απελευθέρωσέ με, πέτα με στα έγκατα της γης. Σκούπισέ με από πάνω σου, φτύσε με. Βγάλε με από την γλώσσα σου που κόλλησα. Τίναξέ με από το πουκάμισό σου. Πάτα με καλά, δυνατά καθάρισε τον εαυτό σου από τις βρωμιές μου. Μίσησε την νεκρή ψυχή μου. Αποτελείωσε ότι έχει μείνει. Με μανία διάλυσέ το. Οτιδήποτε δικό μου μέσα σου βράζει, σε σακατεύει. Δεν κατάφερες αυτό να το κάψεις. Δεν κατάφερες αυτό να το μειώσεις.

Νικητής της ιδεαλιστικής σκλαβιάς του Έρωτα

Μοναχική καρδιά. Μοναχική πνοή. Δεν συνταιριάζουν οι πνοές σου με κανενός άλλου. Δεν συνταιριάζουν οι κόσμοι σου. Δεν κρατάει η ένωση. Ένωση ρηχή, ψεύτικη. Την γεύεσαι, σε γεμίζει και έπειτα σε αδειάζει. Μένεις σκεπτόμενος την ψυχή σου να σπαρταράει. Μένεις νικημένος από τον πόνο, μα νικητής της σκλαβιάς.  Της ιδεαλιστικής σκλαβιάς που ορίζει ο έρωτας. Αυτός που είναι κυρίαρχος όλων. Που τους εξουσιάζει όλους και κλέβει, ρημάζει τις ταυτότητες, αφήνοντάς τους άβουλους. Έρμαια όντα στην ξεφτίλα των ακραίων συναισθημάτων και πράξεων υπό την νάρκωσή του.  Ξυπνώντας κακοποιημένος, σοκαρισμένος και με μνήμες λες και ήταν από εφιάλτη, επανέρχεσαι ακόμα πιο άδειος από την προηγούμενη φορά. Όμως πιο συνειδητοποιημένος. Πιο συγκεντρωμένος. Όταν θα επαναλαμβάνεται εσύ θα απελευθερώνεσαι πιο γρήγορα και πιο γρήγορα. Μάθε να μην χάνεσαι για πολύ.  Μάθε όταν υποκύπτεις να σηκώνεσαι. Θα υποκύψεις, δεν ξεφεύγεις αλλά ελάττωσε τον χρόνο, όπως μπορείς να αντισταθείς στην αποπροσωποποίηση....

Πράγμα, άνθρωπος, θεός, η μετάβαση και η ικανοποίηση που επέρχεται.

 Πρέπει να κρατηθώ. Να μην βουρκώσω κι εγώ. Δεν είναι εύκολο να απαρνείσαι τον εαυτό σου για έναν καλύτερο εαυτό. Παίρνεις ρίσκα. Κρατιέσαι από μία λεπτή γραμμή. Πολύ λεπτή και αδύναμη, τη νιώθεις σχεδόν να χτυπά σαν καρδιά παλλόμενη. Κι αυτή παλεύει να κρατηθεί. Να απαλλαχτεί από τα άψυχα χαρακτηριστικά της, να πάρει ανθρώπινη μορφή. Ξέρει ότι είναι αδύνατον, μα σαν αντέχει εμένα, νιώθει για μια φευγαλέα στιγμή, την αβάσταχτη οδύνη και σαν ζωγραφίζονται έντονα επάνω της τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Και έπειτα η κοπή. Τι αξιοθαύμαστο θέαμα. Βλέπουμε το πράγμα που προσπαθεί να φτάσει τον άνθρωπο. Τον άνθρωπο που προσπαθεί να φτάσει τον θεό, και τον θεό που προσπαθεί να υπονομεύσει τον εαυτό του να γίνει πράγμα, αυτός η αρχή των πάντων. Να αναμετρηθεί ξανά με τους άλλους, να γίνει κατώτερος και να χάσει τη θέση του. Άλλος να γινόταν θεός το προτιμούσε. Τόσο μεγάλο, κουραστικό, παντοδύναμο και ταυτόχρονα τιποτένιο ρόλο. Αυτός που έχει και δεν έχει ψυχή. Αυτός που πλέον έχει χαθεί και ...

Η κηδεία

 Πενθώ. Πενθώ τον νεκρό έρωτά μας. Τον όλο ζωντάνια κάποτε, εκρηκτικό μα δυστυχώς φευγαλέο. Πονάω, αδειάζω από σένα. Όλα εξαφανίζονται, όλα εξατμίζονται. Εσύ μία ύπαρξη ριζωμένη στην καρδιά μου. Σε ξερίζωσες βίαια, αποφασιστικά και το λίπασμα αρρώστησε, αχρήστευσε η καρδιά. Αφαίρεσες την λειτουργία της. Όλα σταμάτησαν ξαφνικά. Θόλωσαν, άρχισαν να μαζεύουν σκόνη. Ακόμα μία φορά θα με διαγράψω. Ακόμα μία φορά θα με θάψω. Κάθε φορά που μου κάνω μία κηδεία, υπόσχομαι. Υπόσχομαι ποτέ ξανά. Και πριν προλάβω να το συνειδητοποιήσω βρίσκομαι ξανά σε κηδεία μου. Όσο μακριά κι αν φτάσεις. Όσο κι αν εξελιχθείς είσαι καταδικασμένος να πεθαίνεις. Για να πεταχτείς πιο έτοιμος, πιο δυνατός και κάθε φορά να πέφτεις καλύτερα, πιο γκράντε, έως ότου το πέσιμο να χάσει το νόημά του.

Μονόδρομος υπέρβασης του εαυτού.

Που θα οδηγήσει; Ειλικρινά που θα οδηγήσει όλο αυτό; Εξελίσσεται, εξελίσσεται για να εκμηδενιστεί. Όλες αυτές οι μαύρες σκέψεις θερίζονται από τις λευκές για να μεγαλώσουν πιο υγιή και πιο δυνατές. Μα ακόμα και αυτές παραδίνονται και χάνονται στη γλύκα της στιγμιαίας απόλαυσης. Όλα γίνονται ένα. Μαύρο, άσπρο ανακατεύονται, γίνεται έκρηξη, φτάνεις στην υπέρτατη ηδονή, εκεί όπου κανένα σωστό ή λάθος δεν σε πιάνει. Εκεί όπου οι σκέψεις δεν υπάρχουν πια. Εκεί όπου ζεις την απόλυτη υπέρβαση του εαυτού σου. Αφήνεσαι και ζεις την ανηφόρα, την δική σου ανηφόρα. Και καταλαβαίνεις ξαφνικά, ότι όλο αυτό που ζεις το έχεις ξεπεράσει και καταλαβαίνεις ότι τίποτα παντοτινό δεν υπάρχει. Μόνο το υπέρτατο της στιγμής που θέλει μαγκιά να το αρπάξεις, να το κατακτήσεις, να το γευτείς και ύστερα να ανέβεις πιο πάνω, να κυνηγήσεις το επόμενο, το πιο δύσκολο, το πιο απαιτητικό. Για σένα αυτό είναι μονόδρομος.

Η ευτυχισμένη δυστυχισμένη

 Είμαι μία ευτυχισμένη δυστυχισμένη. Τρέφομαι από τον πόνο και γεννώ χαρά. Η μοναξιά μου οδηγεί στην γλύκα του γέλιου μου. Το σκοτάδι μου δίνει ζωή στο φως μου. Όλα μου τα δάκρυα μετουσιώνονται σε λάμψη γυαλιστερή, εκθαμβωτική. Η γοητεία μου προέρχεται από την απόλυτη δυστυχία μου. Τόσο πολύ προκαλεί που σκοτώνει ο ένας τον άλλον ποιος θα την πρωτοαρπάξει. Μένουν χωρίς πνοή. Όλοι τόσο απεγνωσμένα τη ζητάνε. Όχι εμένα, αυτήν. Άνθρωποι άδειοι, κενοί αποζητάνε μία στάλα μου. Να ταρακουνηθεί το μέσα τους. Κρατιούνται από πάνω μου. Κρέμονται ανήμποροι να αποχωριστούν τον σπάνιο ορό συναισθημάτων. Ολόκληρη κατρακυλάω μαζί τους. Με στεγνώνουν, μένω να χάνομαι κάπου ενδιάμεσα. Στο κενό και το μη κενό. Και εκείνοι συνεχίζουν να καταβροχθίζουν. Τον επόμενο ευτυχισμένο δυστυχισμένο.