Αναρτήσεις

Όλοι μαζί σε έναν στάβλο

 Όλοι μαζί σε έναν στάβλο. Όλοι μαζί μαζεμένοι και στριμωγμένοι εκεί μέσα να με θάβουν και να ψάχνουν το γιατί. Άνθρωποι μισοσκοτωμένοι.  Μισάνθρωποι ζωντανοί. Εκεί μέσα να τριγυρνούν και να καταπλακώνονται, από αγάπη που γυρεύουν να βρουν. Εκείνη βαθιά μέσα τους φυλακισμένη. Ναι μόνο εκείνη κλαίει και σπαράζει για μένα. Μα εγώ τελείωσα πια. Δεν περιμένω άλλο να ελευθερωθεί. Γιατί για αυτήν ελευθερία δεν υπάρχει.

Πόλεμος

 Μία λέξη που δεν εξαφανίζεται.  Μία λέξη που φέρνει πόνο και απώλειες μα ταυτόχρονα και το ξύπνημα από βαθύ λήθαργο. Σε κινητοποιεί να ζήσεις ξανά. Να φοβηθείς, να νιώσεις, να θυμηθείς την μηδαμινή αξία που έχεις. Να ξεβολευτείς και ναι μόνο με τον πόλεμο μπορείς να κινήσεις να βοηθήσεις επιτέλους τον συνάνθρωπό σου. Γιατί να πρέπει να πονέσουμε, να χάσουμε ανθρώπους για να τους σώσουμε και να σωθούμε; Γιατί με την ειρήνη αναπαυόμαστε και γινόμαστε συμφεροντολόγοι και άπληστοι; Γιατί δεν μπορεί να κυριαρχεί η συμπόνια; Γιατί και ο θεός δεν συμπονεί. Ούτε ο άνθρωπος καταλαβαίνει από αυτήν. Μακάρι να είχαμε καλύτερη μνήμη για να μην χρειάζεται να επαναλαμβάνουμε πράγματα. Μα έτσι είναι. Βοήθεια λοιπόν! Ούρλιαζε και μην σταματάς ποτέ για να υπάρχει ειρήνη.

Το πιο παράλογο είναι αυτό που θα ισορροπήσει το παράλογο

 Το πιο παράλογο είναι αυτό που θα ισορροπήσει το παράλογο. Το θέατρο μέσα στο θέατρο της ζωής είναι ένας ειρωνικός τρόπος να υπομείνεις την παρουσία σου βουτηγμένη στα παρασκήνια της. Πάντοτε πίσω και πάντοτε μπροστά. Υπάρχεις ρεαλιστικά για να μην υπάρχεις. Γίνεσαι το επίκεντρο, έντονα δείχνεις πως είσαι εδώ, για να μην είσαι στο ενδιάμεσο. Το ενδιάμεσο της <<ευλογίας>> να μη σε βρει πουθενά. Ναι, για αυτό παίζεις. Για την ολιγόχρονη απόλυτη εξαφάνιση σου. Για την ολιγόχρονη απόλυτη ελευθερία του να είσαι εσύ, εσύ αυτός που θέλησε να γεννηθείς, να μην είσαι. Για λίγο εσύ να σε ορίσεις ποιος θες να είσαι. Κι όχι αυτός που σου επέβαλαν να είσαι, όπως είσαι.

Τα όρια της πρέπουσας αγάπης.

Σαν ερωτευτείς και αγαπήσεις. Σαν χαθείς από τον κόσμο ετούτο και για πάντα στον δικό του βρεθείς. Σαν ανύπαρκτη ξαφνικά μπροστά του σταθείς. Τότε θα καταλάβεις πως πιο μακριά από την αγάπη πάτησες. Την προσπέρασες. Πιο αστείρευτα τον εαυτό σου ξεγύμνωσες. Πιο αστείρευτα τα κομμάτια σου τα διαμελισμένα μα και τα πιο απόκρυφα, άυλα, ένα ένα του είναι σου δώρισες. Μέχρι που τίποτα δεν άφησες καημένη. Τίποτα δεν έμεινε από σένα μήτε ζωντανό μήτε νεκρό. Πριν καν κάνεις την κίνηση να συνεχίσεις εκείνος βίαια μπήχνει το χέρι του και αδιάλειπτα αρπάζει. Εσύ εύθυμη νομίζεις ότι επιτέλους σε βλέπει μα εκείνος την επόμενη μανιασμένος ρουφάει. Την επόμενη κατασπαράζει μέσα από σένα. Δεν είσαι εσύ, όχι, εσύ έχεις προ πολλού τελειώσει. Μα ικανοποιείσαι, αυταπάσαι δυστυχισμένη εσύ που περισσότερο από κάθε άλλο άνθρωπο μετέωρη τριγυρνάς. Σαν να έγινες η πιο γλυκιά κατάρα του, τώρα μέσα του τον αποτρέλανες σιγά σιγά και ρίζωσες. Μάταια και εκείνος όμως ουρλιάζει και διψασμένος όλο και αρπάζει και αρπά

Η ευτυχία ως υπέρτατη δυστυχία.

 Τη στιγμιαία ευτυχία. Αυτή την φοβάμαι περισσότερο. Μας κάνει να πιστεύουμε στη στιγμιαία αθανασία μας. Μας οδεύει στην απόλυτη χαρά, στην απόλυτη ικανοποίηση, μόνο για να μας ισοπεδώσει λίγο μετά και να μας πετάξει στο βόθρο της παντοτινής δυστυχίας, πραγματικότητας. Μήπως η ευτυχία δεν είναι ευτυχία αλλά το δόλωμα; Η ωραία γκόμενα, όπου μαγεύει το θήραμά της και το οδηγεί στο στόμα της αυτοκαταστροφής του; Μήπως η ευτυχία είναι η προέκταση της δυστυχίας; Μήπως η ευτυχία είναι η υπέρτατη δυστυχία; Και όλοι εμείς αδημονούμε ουσιαστικά για τον απόλυτο εκμηδενισμό μας; Από την αρχή άθελά μας αδημονούμε τον θάνατο. Από την γέννησή μας υποφέρουμε, είμαστε βουτηγμένοι στην απόγνωση. Θέλοντας να ξεφύγουμε, καταπιανόμαστε από αυταπάτες χειρότερες από την ίδια την απόγνωση. Εμείς οι ίδιοι προετοιμάζουμε την γείωσή μας. Εμείς οι ίδιοι επιλέγουμε πάντα την δυστυχία στην χειρότερη μορφή της.

Αδιανόητο ακόμα να υπάρχεις.

Θάψου στο σκοτάδι, τρέμε, ούρλιαζε.  Εκεί γδάρσου, αυτοεξοντώσου, ανενόχλητα διαλύσου.  Ποτέ ξανά στο φως μη βγεις.  Αδιανόητο ακόμα να ελπίζεις.  Αδιανόητο. Εγκατέλειψε τις ελπίδες σου. Βαθιά απορρίψου. Δεν έχει νόημα να ψάχνεις πια. Δεν έχει νόημα το γέλιο σου να σχεδιάζεις. Όλα κύλησαν κατά πως πρέπει. Κι εσύ ο ίδιος κατά πως πρέπει κυλίστηκες. Στο χώμα του απείρου και του μηδενισμού. Έπεσες και δεν έπεσες. Βρώμισες και δεν βρώμισες. Δεν βουβάθηκες ποτέ. Δεν συγκλονίστηκες ποτέ. Δεν χάθηκες ποτέ μέσα μου. Δεν υπήρξες ποτέ. Μόνο κάτι δάχτυλα, κάτι παλάμες, κάτι χείλια.

Το λούστρινο γοβάκι

 Το λούστρινο γοβάκι θα το σπάσω. Την αδιαπέραστη πέτσινη μπότα θα φορέσω. Κανένα αγκάθι δεν με ματώνει πια. Μόνο λίγο με ενοχλεί μα το αντέχω. Ο δρόμος τραχύς και σκληρός δεν με αγγίζει πια. Και ο κρατερός ήχος δεν μου ξεσκίζει τα αυτιά. Αεράτη τώρα προχωράω. Και οι πέτρες πιστοί μου φίλοι με οδηγούν. Από σώμα σε σώμα πατάω. Το πιο δύσκολο μονοπάτι περνώ. Φύσηξε αέρα όσο πιο πολύ μπορείς. Θα σε πιάσω να γίνουμε ένα. Σαν ανεμοστρόβιλος να ρημάξουμε την ρημαγμένη γη.