Αναρτήσεις

Η ευτυχία ως υπέρτατη δυστυχία.

 Τη στιγμιαία ευτυχία. Αυτή την φοβάμαι περισσότερο. Μας κάνει να πιστεύουμε στη στιγμιαία αθανασία μας. Μας οδεύει στην απόλυτη χαρά, στην απόλυτη ικανοποίηση, μόνο για να μας ισοπεδώσει λίγο μετά και να μας πετάξει στο βόθρο της παντοτινής δυστυχίας, πραγματικότητας. Μήπως η ευτυχία δεν είναι ευτυχία αλλά το δόλωμα; Η ωραία γκόμενα, όπου μαγεύει το θήραμά της και το οδηγεί στο στόμα της αυτοκαταστροφής του; Μήπως η ευτυχία είναι η προέκταση της δυστυχίας; Μήπως η ευτυχία είναι η υπέρτατη δυστυχία; Και όλοι εμείς αδημονούμε ουσιαστικά για τον απόλυτο εκμηδενισμό μας; Από την αρχή άθελά μας αδημονούμε τον θάνατο. Από την γέννησή μας υποφέρουμε, είμαστε βουτηγμένοι στην απόγνωση. Θέλοντας να ξεφύγουμε, καταπιανόμαστε από αυταπάτες χειρότερες από την ίδια την απόγνωση. Εμείς οι ίδιοι προετοιμάζουμε την γείωσή μας. Εμείς οι ίδιοι επιλέγουμε πάντα την δυστυχία στην χειρότερη μορφή της.

Αδιανόητο ακόμα να υπάρχεις.

Θάψου στο σκοτάδι, τρέμε, ούρλιαζε.  Εκεί γδάρσου, αυτοεξοντώσου, ανενόχλητα διαλύσου.  Ποτέ ξανά στο φως μη βγεις.  Αδιανόητο ακόμα να ελπίζεις.  Αδιανόητο. Εγκατέλειψε τις ελπίδες σου. Βαθιά απορρίψου. Δεν έχει νόημα να ψάχνεις πια. Δεν έχει νόημα το γέλιο σου να σχεδιάζεις. Όλα κύλησαν κατά πως πρέπει. Κι εσύ ο ίδιος κατά πως πρέπει κυλίστηκες. Στο χώμα του απείρου και του μηδενισμού. Έπεσες και δεν έπεσες. Βρώμισες και δεν βρώμισες. Δεν βουβάθηκες ποτέ. Δεν συγκλονίστηκες ποτέ. Δεν χάθηκες ποτέ μέσα μου. Δεν υπήρξες ποτέ. Μόνο κάτι δάχτυλα, κάτι παλάμες, κάτι χείλια.

Το λούστρινο γοβάκι

 Το λούστρινο γοβάκι θα το σπάσω. Την αδιαπέραστη πέτσινη μπότα θα φορέσω. Κανένα αγκάθι δεν με ματώνει πια. Μόνο λίγο με ενοχλεί μα το αντέχω. Ο δρόμος τραχύς και σκληρός δεν με αγγίζει πια. Και ο κρατερός ήχος δεν μου ξεσκίζει τα αυτιά. Αεράτη τώρα προχωράω. Και οι πέτρες πιστοί μου φίλοι με οδηγούν. Από σώμα σε σώμα πατάω. Το πιο δύσκολο μονοπάτι περνώ. Φύσηξε αέρα όσο πιο πολύ μπορείς. Θα σε πιάσω να γίνουμε ένα. Σαν ανεμοστρόβιλος να ρημάξουμε την ρημαγμένη γη.

Ο ταπεινωτικός και η ταπεινή.

Άναψε το σπίρτο, πέτα το σε μένα. Κάψε με, να χαθώ να γίνω στάχτη. Να μην καταλαβαίνω πια τον πόνο. Να μην καταλαβαίνω πια τίποτα. Απελευθέρωσέ με, πέτα με στα έγκατα της γης. Σκούπισέ με από πάνω σου, φτύσε με. Βγάλε με από την γλώσσα σου που κόλλησα. Τίναξέ με από το πουκάμισό σου. Πάτα με καλά, δυνατά καθάρισε τον εαυτό σου από τις βρωμιές μου. Μίσησε την νεκρή ψυχή μου. Αποτελείωσε ότι έχει μείνει. Με μανία διάλυσέ το. Οτιδήποτε δικό μου μέσα σου βράζει, σε σακατεύει. Δεν κατάφερες αυτό να το κάψεις. Δεν κατάφερες αυτό να το μειώσεις.

Αναπεταρίζω

Αναπεταρίζω. Με βία, με απόγνωση, με λύσσα. Έσκισα τις ελπίδες μου άθελά μου. Μου έμειναν να πέφτουν και να τις κοιτάω στο πάτωμα. Να τις μετράω, να τις καθαρίζω, να τις ταξινομώ. Κομμάτι, κομμάτι να ενώνω προσεκτικά, απαλά. Μα εκείνα έχασαν το χρώμα τους, έχασαν την ιδιότητά τους. Όσο και να τις φροντίζω, όσο και να τις αγαπώ. Όσο κι αν προσπάθησα με αβροφροσύνη να τις πείσω να επιστρέψουν. Εκείνες είναι νεκρές.

Νικητής της ιδεαλιστικής σκλαβιάς του Έρωτα

Μοναχική καρδιά. Μοναχική πνοή. Δεν συνταιριάζουν οι πνοές σου με κανενός άλλου. Δεν συνταιριάζουν οι κόσμοι σου. Δεν κρατάει η ένωση. Ένωση ρηχή, ψεύτικη. Την γεύεσαι, σε γεμίζει και έπειτα σε αδειάζει. Μένεις σκεπτόμενος την ψυχή σου να σπαρταράει. Μένεις νικημένος από τον πόνο, μα νικητής της σκλαβιάς.  Της ιδεαλιστικής σκλαβιάς που ορίζει ο έρωτας. Αυτός που είναι κυρίαρχος όλων. Που τους εξουσιάζει όλους και κλέβει, ρημάζει τις ταυτότητες, αφήνοντάς τους άβουλους. Έρμαια όντα στην ξεφτίλα των ακραίων συναισθημάτων και πράξεων υπό την νάρκωσή του.  Ξυπνώντας κακοποιημένος, σοκαρισμένος και με μνήμες λες και ήταν από εφιάλτη, επανέρχεσαι ακόμα πιο άδειος από την προηγούμενη φορά. Όμως πιο συνειδητοποιημένος. Πιο συγκεντρωμένος. Όταν θα επαναλαμβάνεται εσύ θα απελευθερώνεσαι πιο γρήγορα και πιο γρήγορα. Μάθε να μην χάνεσαι για πολύ.  Μάθε όταν υποκύπτεις να σηκώνεσαι. Θα υποκύψεις, δεν ξεφεύγεις αλλά ελάττωσε τον χρόνο, όπως μπορείς να αντισταθείς στην αποπροσωποποίηση. Στον ρημαγμέν

Πράγμα, άνθρωπος, θεός, η μετάβαση και η ικανοποίηση που επέρχεται.

 Πρέπει να κρατηθώ. Να μην βουρκώσω κι εγώ. Δεν είναι εύκολο να απαρνείσαι τον εαυτό σου για έναν καλύτερο εαυτό. Παίρνεις ρίσκα. Κρατιέσαι από μία λεπτή γραμμή. Πολύ λεπτή και αδύναμη, τη νιώθεις σχεδόν να χτυπά σαν καρδιά παλλόμενη. Κι αυτή παλεύει να κρατηθεί. Να απαλλαχτεί από τα άψυχα χαρακτηριστικά της, να πάρει ανθρώπινη μορφή. Ξέρει ότι είναι αδύνατον, μα σαν αντέχει εμένα, νιώθει για μια φευγαλέα στιγμή, την αβάσταχτη οδύνη και σαν ζωγραφίζονται έντονα επάνω της τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Και έπειτα η κοπή. Τι αξιοθαύμαστο θέαμα. Βλέπουμε το πράγμα που προσπαθεί να φτάσει τον άνθρωπο. Τον άνθρωπο που προσπαθεί να φτάσει τον θεό, και τον θεό που προσπαθεί να υπονομεύσει τον εαυτό του να γίνει πράγμα, αυτός η αρχή των πάντων. Να αναμετρηθεί ξανά με τους άλλους, να γίνει κατώτερος και να χάσει τη θέση του. Άλλος να γινόταν θεός το προτιμούσε. Τόσο μεγάλο, κουραστικό, παντοδύναμο και ταυτόχρονα τιποτένιο ρόλο. Αυτός που έχει και δεν έχει ψυχή. Αυτός που πλέον έχει χαθεί και θέλε