Αναρτήσεις

Το πιο παράλογο είναι αυτό που θα ισορροπήσει το παράλογο

 Το πιο παράλογο είναι αυτό που θα ισορροπήσει το παράλογο. Το θέατρο μέσα στο θέατρο της ζωής είναι ένας ειρωνικός τρόπος να υπομείνεις την παρουσία σου βουτηγμένη στα παρασκήνια της. Πάντοτε πίσω και πάντοτε μπροστά. Υπάρχεις ρεαλιστικά για να μην υπάρχεις. Γίνεσαι το επίκεντρο, έντονα δείχνεις πως είσαι εδώ, για να μην είσαι στο ενδιάμεσο. Το ενδιάμεσο της <<ευλογίας>> να μη σε βρει πουθενά. Ναι, για αυτό παίζεις. Για την ολιγόχρονη απόλυτη εξαφάνιση σου. Για την ολιγόχρονη απόλυτη ελευθερία του να είσαι εσύ, εσύ αυτός που θέλησε να γεννηθείς, να μην είσαι. Για λίγο εσύ να σε ορίσεις ποιος θες να είσαι. Κι όχι αυτός που σου επέβαλαν να είσαι, όπως είσαι.

Τα όρια της πρέπουσας αγάπης.

Σαν ερωτευτείς και αγαπήσεις. Σαν χαθείς από τον κόσμο ετούτο και για πάντα στον δικό του βρεθείς. Σαν ανύπαρκτη ξαφνικά μπροστά του σταθείς. Τότε θα καταλάβεις πως πιο μακριά από την αγάπη πάτησες. Την προσπέρασες. Πιο αστείρευτα τον εαυτό σου ξεγύμνωσες. Πιο αστείρευτα τα κομμάτια σου τα διαμελισμένα μα και τα πιο απόκρυφα, άυλα, ένα ένα του είναι σου δώρισες. Μέχρι που τίποτα δεν άφησες καημένη. Τίποτα δεν έμεινε από σένα μήτε ζωντανό μήτε νεκρό. Πριν καν κάνεις την κίνηση να συνεχίσεις εκείνος βίαια μπήχνει το χέρι του και αδιάλειπτα αρπάζει. Εσύ εύθυμη νομίζεις ότι επιτέλους σε βλέπει μα εκείνος την επόμενη μανιασμένος ρουφάει. Την επόμενη κατασπαράζει μέσα από σένα. Δεν είσαι εσύ, όχι, εσύ έχεις προ πολλού τελειώσει. Μα ικανοποιείσαι, αυταπάσαι δυστυχισμένη εσύ που περισσότερο από κάθε άλλο άνθρωπο μετέωρη τριγυρνάς. Σαν να έγινες η πιο γλυκιά κατάρα του, τώρα μέσα του τον αποτρέλανες σιγά σιγά και ρίζωσες. Μάταια και εκείνος όμως ουρλιάζει και διψασμένος όλο και αρπάζει και αρπά

Η ευτυχία ως υπέρτατη δυστυχία.

 Τη στιγμιαία ευτυχία. Αυτή την φοβάμαι περισσότερο. Μας κάνει να πιστεύουμε στη στιγμιαία αθανασία μας. Μας οδεύει στην απόλυτη χαρά, στην απόλυτη ικανοποίηση, μόνο για να μας ισοπεδώσει λίγο μετά και να μας πετάξει στο βόθρο της παντοτινής δυστυχίας, πραγματικότητας. Μήπως η ευτυχία δεν είναι ευτυχία αλλά το δόλωμα; Η ωραία γκόμενα, όπου μαγεύει το θήραμά της και το οδηγεί στο στόμα της αυτοκαταστροφής του; Μήπως η ευτυχία είναι η προέκταση της δυστυχίας; Μήπως η ευτυχία είναι η υπέρτατη δυστυχία; Και όλοι εμείς αδημονούμε ουσιαστικά για τον απόλυτο εκμηδενισμό μας; Από την αρχή άθελά μας αδημονούμε τον θάνατο. Από την γέννησή μας υποφέρουμε, είμαστε βουτηγμένοι στην απόγνωση. Θέλοντας να ξεφύγουμε, καταπιανόμαστε από αυταπάτες χειρότερες από την ίδια την απόγνωση. Εμείς οι ίδιοι προετοιμάζουμε την γείωσή μας. Εμείς οι ίδιοι επιλέγουμε πάντα την δυστυχία στην χειρότερη μορφή της.

Αδιανόητο ακόμα να υπάρχεις.

Θάψου στο σκοτάδι, τρέμε, ούρλιαζε.  Εκεί γδάρσου, αυτοεξοντώσου, ανενόχλητα διαλύσου.  Ποτέ ξανά στο φως μη βγεις.  Αδιανόητο ακόμα να ελπίζεις.  Αδιανόητο. Εγκατέλειψε τις ελπίδες σου. Βαθιά απορρίψου. Δεν έχει νόημα να ψάχνεις πια. Δεν έχει νόημα το γέλιο σου να σχεδιάζεις. Όλα κύλησαν κατά πως πρέπει. Κι εσύ ο ίδιος κατά πως πρέπει κυλίστηκες. Στο χώμα του απείρου και του μηδενισμού. Έπεσες και δεν έπεσες. Βρώμισες και δεν βρώμισες. Δεν βουβάθηκες ποτέ. Δεν συγκλονίστηκες ποτέ. Δεν χάθηκες ποτέ μέσα μου. Δεν υπήρξες ποτέ. Μόνο κάτι δάχτυλα, κάτι παλάμες, κάτι χείλια.

Το λούστρινο γοβάκι

 Το λούστρινο γοβάκι θα το σπάσω. Την αδιαπέραστη πέτσινη μπότα θα φορέσω. Κανένα αγκάθι δεν με ματώνει πια. Μόνο λίγο με ενοχλεί μα το αντέχω. Ο δρόμος τραχύς και σκληρός δεν με αγγίζει πια. Και ο κρατερός ήχος δεν μου ξεσκίζει τα αυτιά. Αεράτη τώρα προχωράω. Και οι πέτρες πιστοί μου φίλοι με οδηγούν. Από σώμα σε σώμα πατάω. Το πιο δύσκολο μονοπάτι περνώ. Φύσηξε αέρα όσο πιο πολύ μπορείς. Θα σε πιάσω να γίνουμε ένα. Σαν ανεμοστρόβιλος να ρημάξουμε την ρημαγμένη γη.

Ο ταπεινωτικός και η ταπεινή.

Άναψε το σπίρτο, πέτα το σε μένα. Κάψε με, να χαθώ να γίνω στάχτη. Να μην καταλαβαίνω πια τον πόνο. Να μην καταλαβαίνω πια τίποτα. Απελευθέρωσέ με, πέτα με στα έγκατα της γης. Σκούπισέ με από πάνω σου, φτύσε με. Βγάλε με από την γλώσσα σου που κόλλησα. Τίναξέ με από το πουκάμισό σου. Πάτα με καλά, δυνατά καθάρισε τον εαυτό σου από τις βρωμιές μου. Μίσησε την νεκρή ψυχή μου. Αποτελείωσε ότι έχει μείνει. Με μανία διάλυσέ το. Οτιδήποτε δικό μου μέσα σου βράζει, σε σακατεύει. Δεν κατάφερες αυτό να το κάψεις. Δεν κατάφερες αυτό να το μειώσεις.

Αναπεταρίζω

Αναπεταρίζω. Με βία, με απόγνωση, με λύσσα. Έσκισα τις ελπίδες μου άθελά μου. Μου έμειναν να πέφτουν και να τις κοιτάω στο πάτωμα. Να τις μετράω, να τις καθαρίζω, να τις ταξινομώ. Κομμάτι, κομμάτι να ενώνω προσεκτικά, απαλά. Μα εκείνα έχασαν το χρώμα τους, έχασαν την ιδιότητά τους. Όσο και να τις φροντίζω, όσο και να τις αγαπώ. Όσο κι αν προσπάθησα με αβροφροσύνη να τις πείσω να επιστρέψουν. Εκείνες είναι νεκρές.